- Ἰδομενέα
- Ἰδομενέᾱ , Ἰδομενεύςmasc acc sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μηριόνης — Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που αναφέρεται σε πολλά σημεία της Ιλιάδας. Ο Όμηρος τον περιγράφει ως συνετό, γενναίο και επιδέξιο πολεμιστή. Καταγόταν από την Κρήτη και ήταν στενός φίλος του Ιδομενέα, τον οποίο όμως σκότωσε κατά λάθος, σκοπεύοντας… … Dictionary of Greek
μόλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Νόθος γιος του Δευκαλίωνα, ετεροθαλής αδελφός του Ιδομενέα και πατέρας του Μυριόνη. Στην Ιλιάδα αναφέρεται ότι, όταν ο τελευταίος έφευγε για την Τροία, ο πατέρας του τού έδωσε, για να προστατεύει το κεφάλι του από τα εχθρικά… … Dictionary of Greek
Αλκάθους — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πορθάονα και της Ευρύτης. Σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν ένας από τους 13 μνηστήρες της Ιπποδάμειας, την οποία σκότωσε στην Ολυμπία o πατέρας της Οινόμαος. Από τους Απολλόδωρο και Διόδωρο αναφέρεται ότι ο Α.… … Dictionary of Greek
Άμυκος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ποσειδώνα και βασιλιάς των Βεβρύκων (μυθική φυλή της Μικράς Ασίας). Ο Ά. υποχρέωνε κάθε ξένο που περνούσε τυχαία από τη χώρα του να πυγμαχήσει μαζί του· τους νικούσε όλους ανεξαιρέτως και μετά τους σκότωνε … Dictionary of Greek
Δίκτυς — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, καταγόταν από την Κνωσό και έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με τον βασιλιά της Κρήτης Ιδομενέα. Στον Δ. αποδίδεται η συγγραφή ενός ιστορικού έργου για τον πόλεμο αυτό, χειρόγραφο του οποίου… … Dictionary of Greek
Καβασσός ή Καβησσός — Αρχαία πόλη της Λυκίας ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, της Καππαδοκίας. Την αναφέρει ο Όμηρος ως γενέτειρα του Οθρυονέα, ο οποίος έσπευσε να βοηθήσει τους Τρώες και σκοτώθηκε από τον Ιδομενέα … Dictionary of Greek
Κνωσός — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Τα ερείπιά της καλύπτουν, με σχεδόν συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που ξεκινά από τα πρώτα νεολιθικά χρόνια (περ. 6000 π.Χ.) και τελειώνει στο τέλος της πρώτης βυζαντινής… … Dictionary of Greek
Μίλατος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 208 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται ΒΔ προς τα παράλια του κόλπου των Μαλιών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεάπολης. Ιστορία. Η Μ. είναι χτισμένη στην περιοχή της ομώνυμης αρχαίας … Dictionary of Greek
Ορσίλοχος — Όνομα διαφόρων μυθολογικών προσώπων. Αναφέρονται και με το όνομα Ορτίλοχος. 1. Γιος του Αλφειού, πατέρας του Διοκλή, βασιλιάς των Φηρών της Μεσσηνίας. Φιλοξένησε τον Ίφιτο, που αναζητούσε τα άλογα που του είχε αρπάξει ο Ηρακλής. Ο Ίφιτος του… … Dictionary of Greek